- υπογυμνάζω
- Αεξασκώ, προετοιμάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπογυμνάζειν — ὑπογυμνάζω practise pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ … Dictionary of Greek